- πλουμί
- πλουμίδι τό рисунок, узор (на ткани и т. п.); вышивка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλουμί — το, / πλουμίον, ΝMΑ, πλουμίδι Ν, και πλουμίν Μ, και πλουμμίον Α κεντητό ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, κόσμημα μσν. αρχ. κεντητό εργόχειρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pluma «χνούδι, πούπουλο». Ο νεοελλ. τ. πλουμίδι < πλουμί + κατάλ. ίδι… … Dictionary of Greek
πλουμάκι — το / πλουμάκιον, ΝΑ [πλουμίον/πλουμί] νεοελλ. διακοσμητικό σχέδιο, στολίδι, πλουμί αρχ. κεντητό εργόχειρο … Dictionary of Greek
πλουμίδι — πλουμίδι, το και πλουμί, το στολίδι κεντητό ή ζωγραφιστό, ποίκιλμα, αλλιώς ξόμπλι, το: Έπαρε, πέρδικα, πλουμί κι εσύ τρυγόνα, πάσο (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκκινοπλουμόχειλος — κοκκινοπλουμόχειλος, η, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία κόκκινα χείλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + * πλουμόχειλος (< πλουμί «στολίδι» + χειλος < χεῖλος), πρβλ. λαγώ χειλος, λεπτό χειλος] … Dictionary of Greek
πλουμίδι — το, Ν βλ. πλουμί … Dictionary of Greek
πλουμίκιον — τὸ, Α το πλουμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουμίον] … Dictionary of Greek
πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] … Dictionary of Greek